Τι είναι η αναβλητικότητα΄; Για ποιους λόγους υπάρχει στη ζωή μας και πως μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε; Θεωρίες ψυχολογίας δίνουν απαντήσεις σε ένα ζήτημα που λίγο ή πολύ μας αφορά όλους.
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε έρθει αντιμέτωποι με την αναβλητικότητα μας και τις συνέπειες της. Είναι εύκολο για κάποιον να αφήσει μια υποχρέωση, μια δουλειά, μια εργασία για “αργότερα”. Τι γίνεται όμως όταν το “αργότερα” γίνεται “πολύ αργότερα” ή και “ποτέ”;
Η αναβλητικότητα παράγει άγχος.
Το άγχος είναι ένα συναίσθημα που όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή έχει δύο όψεις. Από τη μία είναι το παραγωγικό άγχος που μας κινητοποιεί και μας κρατά σε μια εγρήγορση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναλάβουμε δράση και να ολοκληρώσουμε την εργασία μας. Τρόπον τινά μας προστατεύει από την ίδια μας την αναβλητικότητα. Από την άλλη όμως το άγχος ως συναίσθημα δημιουργεί μια δυσάρεστη εμπειρία στον άνθρωπο που το βιώνει. Τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται καθηλωτική, οδηγώντας το άτομο να αποφεύγει και να αναβάλλει την αντιμετώπιση της κατάστασης που του προκαλεί.
Το άτομο στην προσπάθεια του να διαχειριστεί το στρες που βιώνει καταφεύγει στους μηχανισμούς άμυνας του Εγώ (Freud,1936). Μηχανισμοί που ενεργοποιούνται ασυνείδητα και αφορούν αυτόματες πράξεις και τεχνικές για να αποφευχθεί η πίεση που προκαλεί το άγχος (Freud, 1894). Κάποιοι από αυτούς είναι η “μετάθεση”, η “απώθηση” και η “εκλογίκευση” των επιχειρημάτων του, για να δικαιολογήσει την αδράνεια και την τάση αναβολής (Freud,1936). Η αναβλητικότητα ευθύνεται και για συναισθήματα όπως οι ενοχές, ο φόβος και η αίσθηση κριτικής που το άτομο δέχεται στο κοινωνικό περιβάλλον. Η συνύπαρξη αυτών των συναισθημάτων δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο που οδηγεί σε περαιτέρω αδράνεια και απογοήτευση (Tracy, 2007).
Από πού πηγάζει όμως αυτή η συμπεριφορά που συνήθως καταλήγει δυσλειτουργική;
Για να βρούμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στα πρώτα παιδικά μας χρόνια. Στην ανατροφή και το δεσμό προσκόλλησης που έχει δημιουργήσει το άτομο που παρουσιάζει την αναβλητική συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά που μεγαλώνοντας δεν εισέπραξαν άνευ όρων αποδοχή, αγάπη, υποστήριξη και ενθάρρυνση από τους γονείς και το περιβάλλον τους είναι πιθανό να σχηματίσουν κακή αυτοεικόνα. Και χαμηλή αυτοεκτίμηση όπως επίσης και ένα συναίσθημα ανεπάρκειας. Αυτή η κατάσταση ενδεχομένως να δημιουργήσει στα παιδιά το συναίσθημα του φόβου. Αυτό συνδέεται με την αποτυχία και κατ’ επέκταση οδηγούνται στην έλλειψη προσπάθειας για να επιτύχουν οτιδήποτε (Johnson & Bloom, 1995). Το ίδιο αποτέλεσμα προκαλείται και από ιδιαίτερα παρεμβατικούς γονείς που δεν ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να αναλάβουν ευθύνες και πρωτοβουλίες. Πρόκειται για τα ίδια παιδιά που ως ενήλικες, σαν άμυνα στο άγχος που προκαλεί η ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης, θα αναπτύξουν αναβλητική συμπεριφορά (Balkis & Duru, 2007).
Τι μπορεί να κάνει όποιος καλείται να αντιμετωπίσει μια πτυχή του εαυτού του που έχει καλλιεργηθεί στα παιδικά του χρόνια;
Το πρώτο βήμα και ίσως το σημαντικότερο είναι η αναγνώριση της συμπεριφοράς μας. Μέσω της αυτοπαρατήρησης, του αναστοχασμού και της αυτογνωσίας, είμαστε σε θέση αρχικά να προσδιορίσουμε αυτή μας της συμπεριφοράς, ως αναβλητικότητα. Και στη συνέχεια να την αποδεχτούμε. Αυτό το βήμα όμως δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται μεθοδική και εστιασμένη προσπάθεια. Μια κίνηση που θα βοηθούσε, είναι να καταγράφουμε εβδομαδιαία ή και καθημερινά τις υποχρεώσεις μας. Κατόπιν να τις ιεραρχήσουμε με βάση τα χρονοδιαγράμματα και τη σημαντικότητα τους. Μπορούμε επίσης να επιμερίσουμε την κάθε εργασία-υποχρέωση μας σε μικρότερα κομμάτια. Εαν αυτό ειναι δυνατόν, έχει σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή αλλά σταθερή διεκπεραίωση του “έργου” μας. Αυτό θα μας τροφοδοτεί κάθε φορά με ένα αίσθημα ικανοποίησης και παραγωγικότητας και ταυτόχρονα μας προστατεύει από το άγχος (Ramsay, 2002).
Οι τεχνικές που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος είναι πολλές. Μερικές από αυτές μας ταιριάζουν, άλλες πάλι όχι. Στην προσπάθεια μας να διαχειριστούμε την αναβλητικότητα ενδεχομένως να αναπτύξουμε δικές μας τεχνικές, μοναδικές και ξεχωριστές όσο εμείς. Η αλήθεια όμως είναι πως καμία από τις προσπάθειες μας δεν πρόκειται να αποδώσει καρπούς αν εμείς πρώτα δεν πάρουμε την απαραίτητη δέσμευση για αλλαγή. Αυτή η δέσμευση μπορεί να γίνει τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και σε κάποιο σημαντικό τρίτο πρόσωπο της ζωής μας. Φυσικά ένας επαγγελματίας του χώρου της ψυχικής υγείας μπορεί να αποτελέσει έναν σημαντικό σύμμαχο. Σύμμαχο στη διαχείριση σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών που δυσκολεύουν καθημερινά, μέσα από ένα πλαίσιο αποδοχής, ασφάλειας και υποστήριξης. Το ταξίδι είναι πάντα πιο όμορφο όταν έχουμε δίπλα μας κάποιον που να μπορεί να μας συντροφεύσει, να μας ενθαρρύνει και αν χρειαστεί να μας επαναφέρει σε αυτό για το οποίο έχουμε δεσμευθεί.